- καυσοποιός
- καυσοποιός, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυσοποιός — καυσοποιός, όν (Α) αυτός που παράγει θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦσις + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
καυσοποιόν — καυσοποιός causing heat masc/fem acc sg καυσοποιός causing heat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)